- διχοτομικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διχοτομία ή στη διχοτόμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Χρ. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχοτομικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τη διχοτόμηση ή τη διχοτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)